Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

éclipse στα ελληνικά
éclipse
λέγεται
εκλίψ
.
éclipse
σημαίνει στα ελληνικά
έκλειψη
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- éclipse : έκλειψη
- confusion / engourdissement : θόλωση συνειδήσεως / επισκότιση συνειδήσεως
- phare à éclipses : ραδιοφάρος εκπομπής κωδικοποιημένων σημάτων
- clavette éclipse / clavette coulissante : βυθιζόμενη σφήνα / ολισθαίνουσα σφήνα
- éclipse du soleil : έκλειψη του ηλίου
- binaire à éclipses / étoile double photométrique : ψευδοδιπλός αστέρας
- éclipse de satellite : έκλειψη δορυφόρου
- éclipse par la pénombre : έκλειψη του ημίφωτος
- éclipse totale du soleil : ολική έκλειψη του ηλίου
- éclipse de la conscience : θόλωση της συνείδησης / διαταραχή τής συνείδησης
Subscribe
0 Comments


