Εφαρμογή του

éclosion στα ελληνικά
éclosion
λέγεται
εκλοζιόν
.
éclosion
σημαίνει στα ελληνικά
εκκόλαψη / άνοιγμα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- poussée / éclosion : επιδημική έκρηξη
- éclosion : εκκόλαψη
- éclosivité / éclosabilité : εκκολαπτική ικανότητα
- date d'éclosion : ημερομηνία εκκόλαψης
- auge d'éclosion / canal d'éclosion : λεκάνη εκκόλαψης
- taux d'éclosion : ποσοστό εκκόλαψης
- tiroir à éclosion : συρτάρι εκκόλαψης
- période de sortie / période d'éclosion : περίοδος εκκολάψεως
- période d'éclosion : περίοδος εκκολάψης
Subscribe
0 Comments