Εφαρμογή του

écorce στα ελληνικά
écorce
λέγεται
εκόρς
.
écorce
σημαίνει στα ελληνικά
φλοιός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- écorce : Φλοιός
- écorce : φλοιός
- cortex / écorce : φλοιός / περίβλημα
- liber / écorce interne : ράφι / εσωτερικός φλοιός
- écorcer : αποφλοιώνω
- soap bark / bois de Panama : ξύλο του Παναμά / φλοιός του φυτού Quillaia
- phléomètre / jauge d'écorce : Παχύμετρο φλοιού
- lithosphère / écorce terrestre : λιθόσφαιρα
Subscribe
0 Comments