Εφαρμογή του

écouter στα ελληνικά
écouter
λέγεται
εκουτέ
.
écouter
σημαίνει στα ελληνικά
ακούω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- veille automatique / ROEM : SIGINT / πληροφορίες σημάτων
- casque / casque d'écoute : ακουστικό κεφαλής
- écoute : συνακρόαση
- écoute : σκότα / πόδι ιστίου
- écoute : λήψη / έξοδος
- couverture / zone d'écoute : κάλυψη
- accès CSMA / accès multiple avec détection de porteuse : πολλαπλή πρόσβαση με ανίχνευση φέρουσας
- AELE / indice d'effet local pour l'auditeur : LSTR / βαθμός πλάγιου τόνου ακροατή
- sonar passif / sonar à écoute passive : παθητικό σόναρ / παθητικός ηχοεντοπιστής
- noeud simple / noeud d'écoute : ποδόδεσμος / απλός κόμπος
Subscribe
0 Comments