Εφαρμογή του

écraser στα ελληνικά
écraser
λέγεται
εκραζέ
.
écraser
σημαίνει στα ελληνικά
συντρίβω / λιώνω / πατάω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- écraser : συντρίβω
- molette / molette d'écrase-meule : τροχίσκος
- écrasé : σούφρωμα
- fruit écrasé : σπασμένος καρπός
- mode "écraser" / mode "réécriture" : πληκτρολόγηση σε κατάσταση αντικατάστασης
- machine à avoyer / appareil à écraser : μηχάνημα συνθλίψεως της ακμής του πριονιού
- caractère aplati / caractère écrasé : χαρακτήρας παχύτερος στη βάση
- machine à écraser : μηχανή ανοίγματος ραφής / μηχανή στρωσίματος ραφής
- écraser un pétard : σκάω κροτίδα / εκρήγνυω κροτίδα
- s'écraser sur le sol : συντρίβομαι
Subscribe
0 Comments