Εφαρμογή του

eczéma στα ελληνικά
eczéma
λέγεται
εγκζεμά
.
eczéma
σημαίνει στα ελληνικά
έκζεμα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- eczéma : έκζεμα
- eczéma / dermite de contact : δερματίτις επαφής
- vanillisme / eczéma de sensibilisation à la vanille : ελαφρά δηλητηρίαση από βανίλια
- eczéma stibié : δερματική θυλακίτιδα των εκτεθειμένων στο αντιμόνιο
- eczéma fissuré / eczéma craquelé : ραγαδωτό έκζεμα
- gale du ciment / eczéma du ciment : έκζεμα από τσιμέντο / ψωρίαση από τσιμέντο
- croûte de lait / eczéma infantile : βρεφικό έκζεμα
- croûte de lait / eczéma infantile : σμηγματόρροια του τριχωτού της κεφαλής των νεογνών
- eczéma de bain / exanthème de bain : εξάνθημα οφειλόμενον εις υδροθεραπείαν
Subscribe
0 Comments