Εφαρμογή του
effilé στα ελληνικά
effilé
λέγεται
εφιλέ
.
effilé
σημαίνει στα ελληνικά
μακρόστενος / λεπτός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- effilée : λεπτό
- effilés / volailles partiellement éviscérées : μερικώς εκσπλαχνισμένα, απεντερωμένα πουλερικά
- delta effilé : λεπτόμορφο δελταπτέρυγο
- corps effilé / fuselage effilé : λεπτό σώμα
- aile effilée : τραπεζοειδής πτέρυγα / πτέρυγα τραπεζοειδούς κάτοψης
- avant effilé / avant maigre : οξεία πλώρη / πλώρη τριγωνικής μορφής
- poisson effilé : απεντερωμένο ψάρι
- volaille effilée : εξεντερισμένο πουλερικό
- scie à lame effilée : τροχισμένο πριόνι
- ciseaux à effiler les cheveux : ψαλίδια αραίωσης αλλιών
Subscribe
0 Comments