Εφαρμογή του

égale στα ελληνικά
égale
λέγεται
εγκάλ
.
égale
σημαίνει στα ελληνικά
ίσον
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- CERJ / Conseil des communautés ethniques "Nous sommes tous égaux" : Συμβούλιο Εθνοτικών Κοινοτήτων "Είμαστε όλοι ίσοι"
- égal : ίσος
- étamage égal : ηλεκτρολυτικά αμφίπλευρα ισόπαχα επικασσιτερωμένος λευκοσίδηρος
- pression égale : σταθερή πίεση
- rotation égale : σύστημα ισότιμης εναλλαγής
- suffrage égal : ίση ψήφος
- parties égales : ισότιμα μέλη
- cornière égale / cornière à ailes égales : γωνία χάλυβα με ισοσκελείς πλευρές
- élasticité-unité / élasticité unitaire : μοναδιαία ελαστικότητα / ελαστικότητα ίση με τη μονάδα
- réseau homologue / réseau d'égal à égal : διομότιμο δίκτυο
Subscribe
0 Comments