Εφαρμογή του

élasticité στα ελληνικά
élasticité
λέγεται
ελαστισιτέ
.
élasticité
σημαίνει στα ελληνικά
ελαστικότητα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- élasticité : ελαστικότητα
- élasticité : ενδοτικότητα
- elasticité : ελαστικότητα
- module de Young / module d'élasticité : συντελεστής Young / συντελεστής ελαστικότητας
- module de Young / module d'élasticité : όριο ελαστικότητας
- élasticité-prix / élasticité par rapport aux prix : ελαστικότητα τιμής / ελαστικότητα των τιμών
Subscribe
0 Comments