Εφαρμογή του

électoral στα ελληνικά
électoral
λέγεται
ελεκτοράλ
.
électoral
σημαίνει στα ελληνικά
εκλογικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- électeurs / électorat : εκλογικό σώμα
- MOE UE / mission d'observation électorale de l'UE : αποστολή παρατηρητών ΕΕ για τις εκλογές / αποστολή της ΕΕ για την παρακολούθησης των εκλογών
- l'âge de voter / l'âge électoral : εκλογική ενηλικιότητα / πολιτική ενηλικότητα
- MOEL / MILOE : περιορισμένη αποστολή παρατήρησης εκλογών / περιορισμένη αποστολή παρακολούθησης εκλογών
- MOE / MIOE : αποστολή παρατήρησης εκλογών / αποστολή παρακολούθησης εκλογών
- IFES / Fondation internationale pour les systèmes électoraux : Διεθνές Ίδρυμα για τα Εκλογικά Συστήματα
- EUFOR RD Congo / opération militaire de l'Union européenne d'appui à la mission de l'Organisation des Nations unies en République démocratique du Congo (MONUC) pendant le processus électoral : στρατιωτική επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς στήριξη της αποστολής του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (MONUC) κατά τη διάρκεια της εκλογικής διαδικασίας
- CENI / Commission électorale nationale indépendante : CENI / Ανεξάρτητη Εθνική Εφορευτική Επιτροπή
- MENUB / Mission d'observation électorale des Nations Unies au Burundi : αποστολή παρατηρητών των ΗΕ για τις εκλογές στο Μπουρούντι
- l'apparentement / la coalition électorale : εκλογικός συνασπισμός
Subscribe
0 Comments