Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

électrique στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
électrique
λέγεται
ελεκτρίκ
.
électrique
σημαίνει στα ελληνικά
ηλεκτρικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • électrobus / autobus électrique : ηλεκτρολεωφορείο / ηλεκτρικό λεωφορείο
  • câbleur(B) / ouvrier de fabrication de câbles électriques : εργάτης παραγωγής ηλεκτρικών καλωδίων
  • tube diode / tube redresseur : σωλήνας ανόρθωσης του ηλεκτρικού ρεύματος
  • thermopile / pile thermoélectrique : θερμοηλεκτρική στήλη
  • générateur / génératrice : γεννήτρια
  • coup d'arc / ophtalmie électrique : οφθαλμία από έντονο φωτισμό
  • résistance / résistance électrique : αντίσταση / αντιστάτης
  • EAROM / puce EAROM : ηλεκτρικά μεταβλητή ROM
  • four à arc / four à arcs : ηλεκτρική κάμινος τόξου / κάμινος βολταϊκού τόξου
  • coup d'arc / arc électrique : τόξο / βολταοκό τόξο

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments