Εφαρμογή του

électrique στα ελληνικά
électrique
λέγεται
ελεκτρίκ
.
électrique
σημαίνει στα ελληνικά
ηλεκτρικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- électrobus / autobus électrique : ηλεκτρολεωφορείο / ηλεκτρικό λεωφορείο
- câbleur(B) / ouvrier de fabrication de câbles électriques : εργάτης παραγωγής ηλεκτρικών καλωδίων
- tube diode / tube redresseur : σωλήνας ανόρθωσης του ηλεκτρικού ρεύματος
- thermopile / pile thermoélectrique : θερμοηλεκτρική στήλη
- générateur / génératrice : γεννήτρια
- coup d'arc / ophtalmie électrique : οφθαλμία από έντονο φωτισμό
- résistance / résistance électrique : αντίσταση / αντιστάτης
- EAROM / puce EAROM : ηλεκτρικά μεταβλητή ROM
- four à arc / four à arcs : ηλεκτρική κάμινος τόξου / κάμινος βολταϊκού τόξου
- coup d'arc / arc électrique : τόξο / βολταοκό τόξο
Subscribe
0 Comments