Εφαρμογή του

éligible στα ελληνικά
éligible
λέγεται
ελιζίμπλ
.
éligible
σημαίνει στα ελληνικά
εκλέξιμος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- QCCP / contrepartie centrale éligible : αναγνωρισμένος κεντρικός αντισυμβαλλόμενος
- OEEC éligible : επιλέξιμος ECAI
- pays éligible : επιλέξιμη χώρα
- actif éligible / actif admissible : αποδεκτό περιουσιακό στοιχείο
- zone éligible : επιλέξιμη περιοχή
- coût éligible : επιλέξιμο κόστος / επιλέξιμη δαπάνη
- dépôt éligible : επιλέξιμη κατάθεση
- zone éligible / région éligible : επιλέξιμη επιφάνεια
- coûts éligibles : επιλέξιμο κόστος / επιλέξιμες δαπάνες
- liste négative / liste de biens non éligibles : αρνητική λίστα / κατάλογος μη επιλέξιμων αγαθών
Subscribe
0 Comments