Εφαρμογή του

émancipation στα ελληνικά
émancipation
λέγεται
εμανσιπασιόν
.
émancipation
σημαίνει στα ελληνικά
χειραφέτηση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- émancipation / autonomisation : απόδοση αυτεξουσιότητας (Preferred) / χειραφέτηση
- émancipation : χειραφέτηση
- émancipation : χειραφέτηση / απελευθέρωση
- émancipation sociale : κοινωνική χειραφέτηση
- émancipation sociale / autonomisation sociale : κοινωνική χειραφέτηση
- autonomisation des femmes / émancipation de la femme : χειραφέτηση των γυναικών
- le travail salarié consacre l'émancipation des femmes : η μισθωτή εργασία εδραιώνει τη χειραφέτηση των γυναικών
- Plan d'action sur l'égalité des sexes et l'émancipation des femmes dans le cadre de la coopération au développement : Σχέδιο δράσης για θέματα φύλου / Σχέδιο δράσης της ΕΕ για το ρόλο της ισότητας των φύλων και της χειραφέτησης των γυναικών στην ανάπτυξη
Subscribe
0 Comments