Εφαρμογή του

éminence στα ελληνικά
éminence
λέγεται
εμινάνς
.
éminence
σημαίνει στα ελληνικά
εξοχότης
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- thénar : θέναρ
- petite éminence : έπαρμα / λοφίδιο
- éminence hypothénar : οπισθέναρ / προεξοχή υποθέναρος
- éminence mentonnière : εξωτερική γενειακή ακρολοφία
- éminence ilio-pectinée : λαγονοηβική ακρολοφία
- éminences thénar et hypothénar : προεξοχές χειρός / προεξοχές θέναρος και υποθέναρος
- éminence découverte à marée basse : αποκάλυψη έξαρσης βυθού κατά την διάρκεια αμπώτιδος
- éminence mamillaires de l'os frontal : εγκεφαλικά εντυπώματα και επάρματα της άνω επιφανείας της κογχικής μοίρας του μετωπιαίου οστού
Subscribe
0 Comments