Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

empiétement στα ελληνικά
empiétement
λέγεται
ανπιετμάν
.
empiétement
σημαίνει στα ελληνικά
καταπάτηση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- empiétement : καταπάτηση / σφετερισμός
- empiètement : χρήση χώρου εκτός περιπτέρου
- empiétement / progression : υποβάθμιση / οπισθοδρόμηση
- empiètement : πέλμα / προέκταση
- angle d'empiétement : γωνία μεταγωγής / γωνία επικάλυψης
- prolifération urbaine / empiètement des villes sur les campagnes : αστική καταπάτηση
- empiètement sur le profil d'espace libre : κατάληψη μιας ελεύθερης διατομής / περιορισμός μιας ελεύθερης διατομής
Subscribe
0 Comments


