Εφαρμογή του

empiler στα ελληνικά
empiler
λέγεται
ανπιλέ
.
empiler
σημαίνει στα ελληνικά
στοιβάζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- gerber / empiler : στοιβάζω / συσσωρεύω
- empiler : στοιβάζω / τοποθετώ
- empiler / regrouper : στοιβάζω,συγκεντρώνω
- empile / avançon : παράμαλλο
- empile : παράμαλο παραγαδιού
- empilé : πολυβάθμιος / αλληλοδιαδοχικής δομής
- bois empilé / bois enstéré : εστοιβαγμένη ξυλεία μικρού μήκους
- événement empilé / événement de transformation empilé : συσσώρευση συμβάντων
- empilage de gènes : γονιδιακή συσσώρευση' συσσώρευση γονιδίων
- machine à empiler : μηχανή στοιβασμού
Subscribe
0 Comments