Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

emprunter στα ελληνικά
emprunter
λέγεται
ανπρεντέ
.
emprunter
σημαίνει στα ελληνικά
δανείζομαι / παίρνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- emprunter : αντιγράφω από / δανείζομαι από
- voie suivie / voie empruntée : ακολουθούμενη διαδρομή / ακολουθούμενο δρομολόγιο
- mot emprunté : ξένη λέξη
- réseau emprunté : χρησιμοποιούμενο ηλεκτρικό δίκτυο
- capital emprunté / capital d'emprunt : δανειακό κεφάλαιο / εξωτερικό κεφάλαιο
- réserves propres / réserves non empruntées : μη δανειακό αποθεματικό
- ressource empruntée : δανειακοί πόροι
- capacité d'emprunter : δανειακές δυνατότητες
- bureau de passage emprunté : χρησιμοποιούμενο τελωνείο διέλευσης
- rétrocession de fonds empruntés : αναδανεισμός
Subscribe
0 Comments


