Εφαρμογή του

encadrement στα ελληνικά
encadrement
λέγεται
ανκαντρεμάν
.
encadrement
σημαίνει στα ελληνικά
πλαισίωμα / στελέχωση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- encadrement : σκελετός
- cadres / encadrement : στελεχικό δυναμικό
- cadres / encadrement : προσωπικό εποπτείας
- encadrement : πλαίσιο / πλαισίωση
- encadrement : πλαισίωση
- encadrement / personnel d'encadrement : προσωπικό πλαισίωσης
- dirigeants / cadres supérieurs : ανώτερο διοικητικό στέλεχος
- architrave / encadrement de porte : κάσσα πόρτας / πλαίσιο πόρτας
- filet de cadre / filet d'encadrement : όριο χάρτου
- cadres / personnel d'encadrement : εξειδικευμένο προσωπικό
Subscribe
0 Comments