Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

encaissement στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
encaissement
λέγεται
ανκεσμάν
.
encaissement
σημαίνει στα ελληνικά
είσπραξη
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • encaissement : είσπραξη
  • encaissement / entrée de trésorerie : ταμειακή εισροή
  • recouvrement / encaissements : εισπράξεις
  • fonds en route / moyen de paiement flottant : επιταγές και λοιπά αξιόγραφα στη διαδικασία της είσπραξης
  • lettre à encaisser / traite d'encaissement : γραμμάτιο προς είσπραξη / συναλλαγματική "προς είσπραξιν"
  • avis d'encaissement / avis de remboursement : δελτίο πληρωμής / ειδοποίηση πληρωμής
  • poste à prépaiement / appareil à prépaiement : νομισματοδόχη / νομισματοδέκτης
  • taxe d'encaissement : προμήθεια είσπραξης
  • comptabilité deniers / comptabilité de caisse : λογιστική σε ταμειακή βάση
  • valeur à l'encaissement / endossement de procuration : οπισθογράφηση "μόνο για είσπραξη"

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments