Εφαρμογή του

encombrant στα ελληνικά
encombrant
λέγεται
ανκονμπράν
.
encombrant
σημαίνει στα ελληνικά
που πιάνει χώρο / φορτικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- encombrant / volumineux : ογκώδης
- encombrant : δυσχείριστος
- arc encombré : τόξο σε συμφόρηση
- objet encombrant / déchet encombrant : ογκώδη απορρίμματα
- colis encombrant : δυσμετακόμιστο δέμα
- déchet encombrant : δύσκολα διαθέσιμα απόβλητα
- déchet encombrant : Ογκώδη απορρίμματα
- déchet encombrant : ογκώδη απόβλητα
- zone urbaine encombrée : αστική περιοχή με κυκλοφοριακή συμφόρηση
Subscribe
0 Comments