Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

endommager στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
endommager
λέγεται
ανντομαζέ
.
endommager
σημαίνει στα ελληνικά
κάνω ζημιά
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • endommagé : φθαρμένος
  • avarié / endommagé : βλαμένος / με αβαρίες
  • tippy / laine à pointes endommagées : μαλλί τίπυ
  • grain endommagé : φθαρμένος σπόρος
  • grain non endommagé : μη φθαρμένος σπόρος
  • dans un état endommagé : βλαμένος / με ζημιές
  • à l'état non-endommagé : χωρίς ζημιές
  • irréparablement endommagé : με ανεπιδιόρθωτη ζημιά
  • titre endommagé physiquement : τίτλος που έχει υποστεί φυσική ζημία
  • composant endommagé par fluage : κατασκευαστικό στοιχείο που υπέστη βλάβη λόγω ερπυσμού

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments