Εφαρμογή του

enfermer στα ελληνικά
enfermer
λέγεται
ανφερμέ
.
enfermer
σημαίνει στα ελληνικά
κλείνω / κλειδώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- gaz inclus / gaz enfermé : παραμένον αέριο
- élément de remplacement à fusion enfermée : ασφαλειοθήκη κλειστού τύπου
Subscribe
0 Comments