Εφαρμογή του

enfourner στα ελληνικά
enfourner
λέγεται
ανφουρνέ
.
enfourner
σημαίνει στα ελληνικά
φουρνίζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- enfourner : τροφοδοτώ κλίβανον
- charger / alimenter : τροφοδότηση
- charger / enfourner : φόρτιση υψικαμίνου
- pâte / pâte à coke : μείγμα παραγωγής κωκ / μείγμα παραγωγής οπτάνθρακος
Subscribe
0 Comments