Εφαρμογή του

engrenage στα ελληνικά
engrenage
λέγεται
ανγκρενάζ
.
engrenage
σημαίνει στα ελληνικά
γρανάζια
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- engrenage / couple de roues : ζεύγος οδοντωτών τροχών / σύστημα οδοντοκίνησης δύο οδοντωτών τροχών
- engrenage / train d'engrenages : σειρά γραναζιών
- engrenage : οδοντωτός τροχός
- engrenage : διάταξη οδοντωμάτων
- engrenage / interlocking : εμπλοκή
- rouage / engrenage : οδοντώσεις / οδοντοτροχοί
- engrenage / crémaillère : οδοντοτροχός
- taillage / taillage d'engrenages : μορφοποιήσεις οδοντώσεων
- baladeur / bloc baladeur : ομάς οδοντοτροχών / σύμπλεγμα οδοντοτροχών
Subscribe
0 Comments