Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

engrenage στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
engrenage
λέγεται
ανγκρενάζ
.
engrenage
σημαίνει στα ελληνικά
γρανάζια
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • engrenage / couple de roues : ζεύγος οδοντωτών τροχών / σύστημα οδοντοκίνησης δύο οδοντωτών τροχών
  • engrenage / train d'engrenages : σειρά γραναζιών
  • engrenage : οδοντωτός τροχός
  • engrenage : διάταξη οδοντωμάτων
  • engrenage / interlocking : εμπλοκή
  • rouage / engrenage : οδοντώσεις / οδοντοτροχοί
  • engrenage / crémaillère : οδοντοτροχός
  • taillage / taillage d'engrenages : μορφοποιήσεις οδοντώσεων
  • baladeur / bloc baladeur : ομάς οδοντοτροχών / σύμπλεγμα οδοντοτροχών

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments