Εφαρμογή του

enquête στα ελληνικά
enquête
λέγεται
ανκέτ
.
enquête
σημαίνει στα ελληνικά
έρευνα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- enquête : κοινωνική έρευνα
- enquête : έρευνα/εξέταση
- audit / enquête : διακρίβωση
- enquête / entrevue : έρευνα / συνέντευξη
- enquête / enquête statistique : έρευνα
- sondé / enquêté : πληροφορητής / απογραφόμενος
- enquête : έρευνα
- sondage / enquête partielle : μερική έρευνα
- ESENER / Enquête européenne des entreprises sur les risques nouveaux et émergents : ESENER / Ευρωπαϊκή έρευνα για τους νέους και τους αναδυόμενους κινδύνους στις επιχειρήσεις
Subscribe
0 Comments