Εφαρμογή του

enregistrer στα ελληνικά
enregistrer
λέγεται
ανρεζιστρέ
.
enregistrer
σημαίνει στα ελληνικά
ηχογραφώ / καταγράφω / μαγνητοφωνώ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- enregistrer / immatriculer : νηολογώ
- enregistrer : καταχωρώ / εγγράφω επισήμως
- enregistrer : καταγράφω
- TJB / tonnage : μεικτός όγκος καταμέτρησης / ολική ή μεικτή χωρητικότητα
- enregistrer : καταχωρώ
- ordinateur / calculateur à programme enregistré : υπολογιστής αποθηκευμένου προγράμματος
- animal inscrit / animal enregistré : ζώο γραμμένο στο γενεαλογικό μητρώο
- géo-enregistré : γεωκαταχωρημένος
- site enregistré : καταχωρημένος χώρος δραστηριότητας
- flan enregistré / disque enregistré : ηχογραφημένος δίσκος
Subscribe
0 Comments