Εφαρμογή του

enterrer στα ελληνικά
enterrer
λέγεται
αντερέ
.
enterrer
σημαίνει στα ελληνικά
κηδεύω / θάβω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- silo enterré : ενταφιασμένη ανθρακαποθήκη
- cuve enterrée / pot de répéteurs : προστατευτικό περίβλημα επαναληπτών
- canal enterré : ενταφιασμένος δίαυλος
- bordure arasée / bordure enterrée : ενσωματωμένο κράσπεδο
- prise de culot / couche enterrée de base : Βυθισμένο στρώμα βάσης / ρευματοδότης σε κάλυκα
- seuil enterré : υπογεία ουδός
- couche enterrée : υπόγειο στρώμα
- légumes enterrés : υπόγεια λαχανικά / λαχανικά που καλλιεργούνται για τις ρίζες τους
- échangeur enterré / évaporateur-capteur enfoui : εξατμιστής με εναλλάκτη εντός του εδάφους
- position enterrée : θέση σε χαράκωμα
Subscribe
0 Comments