Εφαρμογή του

entorse στα ελληνικά
entorse
λέγεται
αντόρς
.
entorse
σημαίνει στα ελληνικά
στραμπούληγμα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- entorse : διάστρεμμα
- coup du lapin / entorse bénigne du rachis : σύνδρομο αυχενικού τραυματισμού
- légère entorse au principe de la libre circulation des jugements : ανεπαίσθητη παρέκκλιση από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των δικαστικών αποφάσεων
Subscribe
0 Comments