Εφαρμογή του

entraîner στα ελληνικά
entraîner
λέγεται
αντρενέ
.
entraîner
σημαίνει στα ελληνικά
προπονώ / παρασύρω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- Loel/Loec : LOEL/C
- air occlus / air entraîné : παγιδευμένος αέρας / εγκλωβισμένος αέρας
- arbre mené / arbre conduit : δευτερεύων άξονας / άξονας που δέχεται τη μετάδοση κίνησης
- entraîné / à entraînement : κινούμενο / οδηγούμενο
- R4243 / R42-43 : Ρ42/43
- arbre menant / arbre moteur : κύριος άξονας / κινητήριος άξονας
- eau entraînée : ομίχλη σταγονιδίων νερού στο ρεύμα αέρος
- RSh2 / peut entraîner une photosensibilisation : RSh2 / μπορεί να προκαλέσει φωτοευαισθητοποίηση
- LOEC / concentration entraînant l'effet observé le plus faible : επίπεδο συγκέντρωσης στην οποία παρατηρούνται οι μικρότερες επιπτώσεις
- LOEL / dose entraînant l'effet observé le plus faible : LOEL / ελάχιστο επίπεδο παρατηρήσιμου αποτελέσματος
Subscribe
0 Comments