Εφαρμογή του

entrecroiser στα ελληνικά
entrecroiser
λέγεται
αντρκρουαζέ
.
entrecroiser
σημαίνει στα ελληνικά
διασταυρώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- tangentiel / non entrecroisé : εφαπτόμενος
- fil entrecroisé / fibre entrecroisée : εναλλασσόμενη σπειροειδώς ις
- bogie entrecroisé / bogie à attaches croisées : φορείο με εγκάρσιες ενισχύσεις
- empilage entrecroisé : στοίβαξις σταυρωτή
- antenne à doublets entrecroisés : διδιπολική κεραία
- agitateur à rateaux entrecroisés : αναμίκτης με διασταυρούμενα πτερύγια
- machine à entrecroiser le fil lors du tissage : μηχανή αλληλοδιασταύρωσης του νήματος κατά τη διάρκεια της ύφανσης
Subscribe
0 Comments