Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

entrepôt στα ελληνικά
entrepôt
λέγεται
αντρπό
.
entrepôt
σημαίνει στα ελληνικά
αποθήκη
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- entrepôt / endroit de stockage : αποθήκη
- entrepôt : Αποθήκη
- entrepôt / plaque tournante : " κινούμενος δίσκος"-ενδιάμεση τράπεζα
- entrepôt : αποθήκη
- dépôt / magasin : αποθήκη / χώρος αποθήκευσης
- ENU / EXW : στο εργοστάσιο
- warrant / warrant-cédule : αποθετήριο / ενεχυρόγραφο
- dédouaner / retirer de l'entrepôt : εκτελωνίζω
- entreposeur / exploitant d'entrepôt : διαχειριστής αποθήκης / εκμεταλλευόμενος ή διαχειριζόμενος αποθήκες
- entrepôt franc : ελεύθερη αποθήκη
Subscribe
0 Comments


