Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

entrepôt στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
entrepôt
λέγεται
αντρπό
.
entrepôt
σημαίνει στα ελληνικά
αποθήκη
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • entrepôt / endroit de stockage : αποθήκη
  • entrepôt : Αποθήκη
  • entrepôt / plaque tournante : " κινούμενος δίσκος"-ενδιάμεση τράπεζα
  • entrepôt : αποθήκη
  • dépôt / magasin : αποθήκη / χώρος αποθήκευσης
  • ENU / EXW : στο εργοστάσιο
  • warrant / warrant-cédule : αποθετήριο / ενεχυρόγραφο
  • dédouaner / retirer de l'entrepôt : εκτελωνίζω
  • entreposeur / exploitant d'entrepôt : διαχειριστής αποθήκης / εκμεταλλευόμενος ή διαχειριζόμενος αποθήκες
  • entrepôt franc : ελεύθερη αποθήκη

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments