Εφαρμογή του

envahir στα ελληνικά
envahir
λέγεται
ανβαίρ
.
envahir
σημαίνει στα ελληνικά
εισβάλλω / κυριεύω / κατακλύζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- envahir : καταλαμβάνω
- TED / trouble global du développement : διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή / καθολική διαταραχή της ανάπτυξης
- EEE / espèce envahissante : χωροκατακτητικό ξένο είδος / χωροκατακτητικό αλλόχθονο είδος
- plante invasive (Preferred) / espèce végétale invasive (Preferred) : χωροκατακτητικό φυτό
- tumeur dermoïde / fibrome envahissant : δερμοειδής όγκος / κοκκίωμα χοληστερίνης
- croissance envahissante : διηθητική ανάπτυξη / διηθητική επέκταση
- eau envahie par la végétation : υδατοσυλλογή με ανεπτυγμένη βλάστηση
- cancer à croissance envahissante : διηθητικό καρκίνωμα
- cancer à croissance envahissante : καρκίνος με τάση αναπτυξιακής εισβολής
- trouble envahissant du développement non spécifié : διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή μη προσδιοριζόμενη αλλιώς / μη ειδική κατακτητική διαταραχή της ανάπτυξης
Subscribe
0 Comments