Εφαρμογή του

éolienne στα ελληνικά
éolienne
λέγεται
εολιέν
.
éolienne
σημαίνει στα ελληνικά
ανεμογεννήτρια
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- éolienne / aéromoteur : ανεμομηχανή / αερογεννήτρια
- éolienne : ελαφρό πλούσιο ρούχο,μονοκόμματο
- caoudeyre / chaudron éolien : υποχώρησις(βαθούλωμα)οφειλομένη εις αιολικήν διάβρωσιν
- parc éolien / ferme éolienne : αιολικός σταθμός / σταθμός αιολικής ενέργειας
- sol éolien : αιολικόν έδαφος
- éolien : αιολικός
- sol éolien : Αιολικό έδαφος ανεμόφερτο έδαφος
- ferme à vent / ferme éolienne : σταθμός αιολικής ενέργειας / συγκρότημα ανεμογεννητριών
- site éolien : τοποθεσία εγκατάστασης ανεμογεννητριών
- éolienne à axe vertical (Preferred) / EAV : ΑΚΑ / μηχανή κατακόρυφου άξονα
Subscribe
0 Comments