Εφαρμογή του

épée στα ελληνικά
épée
λέγεται
επέ
.
épée
σημαίνει στα ελληνικά
ξίφος / σπαθί
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- épée : ξίφος
- espadon / MUL : ξιφίας / ξιφιός
- canne-épée : ράβδος-ξίφος
- makaire épée : βασιλική ζαργάνα
- canne à épée : βάκτρο με λεπίδα
- porte-épée de Monterrey : πρίστης του Μοντερέι
- céphalanthère à feuilles en épée : κεφαλάνθηρο το σπαθόφυλλο
Subscribe
0 Comments