Εφαρμογή του

éperon στα ελληνικά
éperon
λέγεται
επρόν
.
éperon
σημαίνει στα ελληνικά
σπιρούνι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- éperon : αντέρεισμα
- éperon : πλήκτρο
- éperon : σπιρούνι
- crête / carène : τρόπιδα
- éperon : κριός / έμβολο
- éperon : αντηρίδα / ακρολοφία
- éperon : πάσσαλος / σπιρούνι
- éperons : κλείδες / εγκάρσιος τοίχος
- bréchet / éperon sternal : τρόπιδα στέρνου / ακρολοφία στέρνου
- éperon simple : προσαρτούμενο έμβολο
Subscribe
0 Comments