Εφαρμογή του

épicer στα ελληνικά
épicer
λέγεται
επισέ
.
épicer
σημαίνει στα ελληνικά
καρυκεύω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- épices : μπαχαρικά
- FRUCOM / Fédération européenne du commerce en fruits secs, conserves, épices et miel : FRUCOM / Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Εμπορίου Ξηρών Καρπών, Κονσερβών, Μπαχαρικών και Μελιού
- épice : πανάρτυμα / πιπέρι Ιαμαϊκής
- pain d'épice : ψωμί με μπαχαρικά
- odeur épicée : οσμή μπαχαριού
- pot à épices : Bάζο Kαρυκευμάτων
- épices broyés : θρυμματισμένα μπαχαρικά
- quatre-épices / toutes-épices : ψευδάμωμον το φαρμακευτικόν
- hareng épicé : καρυκευμένη ρέγγα
- moulin à poivre / moulin à épices : μύλος μπαχαρικών
Subscribe
0 Comments