Εφαρμογή του
épine στα ελληνικά
épine
λέγεται
επίν
.
épine
σημαίνει στα ελληνικά
αγκάθι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- épine : αγκάθι
- picot / arselet : αγκαθερό / αγκαθόψαρο
- aubépine / noble épine : τρικουκκιά / κραίταγος η οξυάκανθα
- azérolier / épine d'Espagne : κράταιγος ο αζαρόλος
- épine noire / prunier épineux : προύμνη η ακανθώδης
- épine dorsale : αυχένας
- diable de mer / scorpion de mer : σκορπιός του Ατλαντικού / βοϊδοκεφαλόψαρο της Αμερικής
- épine malaire : υποζυγωματική ακρολοφία
- épine dorsale : ραχαία λεπίδα
- diable de mer / scorpion de mer : βοϊδοκεφαλόψαρο της Αμερικής
Subscribe
0 Comments