Εφαρμογή του

équerre στα ελληνικά
équerre
λέγεται
εκέρ
.
équerre
σημαίνει στα ελληνικά
τρίγωνο / γνώμονας
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- équerre : ορθογώνιο
- équerre : γωνιά / κανόνας
- équerre : ορθογωνιόμετρο / εργαλείο ορθογώνισης
- équerrer : στελλάρω / μετρώ με το γωνιόμετρο
- soc à aile / soc équerre : υνί με φτερά / τριγωνικό υνί
- lame coudée / couteau bineur : λυγισμένη λεπίδα / τριγωνική λεπίδα
- hors équerre : απόκλιση από ορθή γωνία / απόκλιση ορθογωνικότητας
- té / équerre en T : ταυ
- faux-équerre : παράγωνο
- equerre en T : σιδηροδοκός T
Subscribe
0 Comments