Εφαρμογή του

équivaloir στα ελληνικά
équivaloir
λέγεται
εκιβαλουάρ
.
équivaloir
σημαίνει στα ελληνικά
ισοδυναμώ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- équivalent : ισοδύναμος, -ο
- équivalent / équivalente : ισοδύναμος
- équivalent : ίση αξία / ισοτιμία
- équivalent / affaiblissement net : συνολική απώλεια
- DMA / EDMA : μέγιστη επιτρεπόμενη ισοδύναμη δόση
- tonne équivalent CO2 / tonne équivalent dioxyde de carbone : τόνος εκπομπών ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα
- feu équivalent : ισοδύναμοι φανοί
- équivalent TNT : ισοδύναμο ΤΝΤ
- équivalent lait : γαλακτοϊσοδύναμο
- t.e.c. / tonne d'équivalent charbon : μετρικός τόνος ισοδύναμου άνθρακα
Subscribe
0 Comments