Εφαρμογή του

érable στα ελληνικά
érable
λέγεται
εράμπλ
.
érable
σημαίνει στα ελληνικά
σφένδαμνος / αγριοπλάτανος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- érable : σφένδαμνος
- grand érable / sycomore : σφένδαμος / ψευδοπλάτανος
- érable rouge : άκερ ο ερυθρός
- érable blanc / érable argenté : άκερ ο σακχαροφόρος
- érable madré : Σφένδαμος ή νεροπλάτανος διάστικτος
- sucre d'érable : ζάχαρη σφενδάμνου
- sirop d'érable : σιρόπι σφενδάμνου
- sucre d'érable : ζάχαρη από σφένδαμο
- sucre d'érable : ζάχαρο σφενδάμνου / σάκχαρο σφενδάμου
Subscribe
0 Comments