Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

éradication στα ελληνικά
éradication
λέγεται
εραντικασιόν
.
éradication
σημαίνει στα ελληνικά
εκρίζωση / ξεκλήρισμα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- éradication : εκρίζωση
- éradication : εκρίζωση / ξερίζωμα
- plan d'éradication : σχέδιο εξάλειψης
- éradication aphteuse / éradication de la fièvre aphteuse : εξάλειψη του αφθώδους πυρετού
- éradication du foyer : εκρίζωση των κρουσμάτων
- campagne d'éradication : εκστρατεία εκρίζωσης
- éradication d'une maladie : εκρίζωση νόσου
- élimination de la pauvreté / éradication de la pauvreté : εξάλειψη της φτώχειας
- éradication de la pauvreté : εκρίζωση της φτώχειας / εξάλειψη της φτώχειας
- plan de contrôle et d'éradication de l'ESB : σχέδιο για τον έλεγχο και την εξάλειψη της ΣΕΒ
Subscribe
0 Comments


