Εφαρμογή του

érotisme στα ελληνικά
érotisme
λέγεται
εροτίσμ
.
érotisme
σημαίνει στα ελληνικά
ερωτισμός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- auto-érotisme : αυτοερωτισμός
- érotisme anal : πρωκτική συνουσία
- homo-érotisme : ομοφυλοφιλία
Subscribe
0 Comments