Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

éruption στα ελληνικά
éruption
λέγεται
ερυψιόν
.
éruption
σημαίνει στα ελληνικά
έκρηξη / εξάνθημα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- éruption : έκρηξη
- éruption / projection : έκρηξη γεώτρησης
- éruption : εξάνθημα
- éruption : εξαγωγή οδόντος
- purpura / éruption purpurique : πορφυρικό τραύμα του δέρματος
- larva migrans / creeping disease : ερπητικό εξάνθημα / γραμμοειδές εξάνθημα
- éruption cutanée : εξάνθημα
- vanne d'éruption / bloc obturateur de puits : μηχανισμóς πρóληψης έκρηξης
- éruption linéaire : γραμμική έκρηξη
- éruption explosive : εκκωφαντική ηφαιστειακή έκρηξη
Subscribe
0 Comments


