Εφαρμογή του

escale στα ελληνικά
escale
λέγεται
εσκάλ
.
escale
σημαίνει στα ελληνικά
σταθμός / στάση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- escale : σταθμός γραμμής
- escale / gare d'escale : σταθμός στάσης
- escale : προσορμισμός
- VTA / visa de transit aéroportuaire : θεώρηση διέλευσης από αερολιμένα
- faire escale / toucher un port : πιάνω σ'ένα λιμένα / προσεγγίζω σ'ένα λιμένα
- port d'escale / port de relâche : ενδιάμεσος λιμήν
- port d'escale : λιμένας προσεγγίσεως
- port d'escale : σκάλα / ενδιάμεσος λιμένας
- arrêt technique / escale technique : τεχνική στάση
- service d'escale / assistance en escale : επίγεια εξυπηρέτηση (Preferred) / υπηρεσίες εδάφους
Subscribe
0 Comments