Εφαρμογή του

essentiel στα ελληνικά
essentiel
λέγεται
εσανσιέλ
.
essentiel
σημαίνει στα ελληνικά
ουσιώδης / κυριώτερος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- chlorose / chlorose des jeunes filles : χλώρωση
- idiogénèse / d'origine essentielle : αυτόματη γένεση κάποιας νόσου
- essence / huile essentielle : αιθέριο έλαιο
- SEE / noyau de SE : σύστημα σκελετός / κέλυφος συστήματος εμπειρογνώμονα
- coryza / rhume commun : οξεία ρινοφαρυγγίτιδα (Preferred) / κοινό κρυολόγημα
- non essentiel : μη βασικός
- épiphyséolyse / jambes des paysans : βλαισόν γόνυ των νέων των αγροτικών περιοχών
- épiphyséolyse / coxa-vara essentielle de l'adolescence : εφηβικό ραιβό ισχίο
- SSP / soins de premier recours : πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας / πρωτοβάθμια υγειονομική περίθαλψη
- technologie clé générique (Preferred) / TCG : ΒΤΓΕ / βασική τεχνολογία γενικής εφαρμογής
Subscribe
0 Comments