Εφαρμογή του

essuyer στα ελληνικά
essuyer
λέγεται
εσυγέ
.
essuyer
σημαίνει στα ελληνικά
σκουπίζω / δέχομαι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- sécher / essuyer : ξηραίνω
- essuie-tout : χαρτί κουζίνας
- essuie-glace : υαλοκαθαριστήρας
- essuie-mains : προϊόν για σκούπισμα και στέγνωμα χεριών
- essuie-mains / serviette de toilette : πετσέτα τουαλέττας
- essuie-glace : υαλοκαθαριστήρες ανεμοθώρακα / υαλοκαθαριστήρες αλεξήνεμου
- essuie-glaces : καθαριστήρας αλεξίνεμου (παρμπρίζ)
- essuie-glaces : υαλοκαθαριστήρας
- essuyer à chaud : απομάκρυνση σταγόνων ψευδαργύρου
- tête d'essuie-glace : κεφαλή υαλοκαθαριστήρα
Subscribe
0 Comments