Εφαρμογή του

estampe στα ελληνικά
estampe
λέγεται
εστάνπ
.
estampe
σημαίνει στα ελληνικά
εκτύπωμα / στάμπα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- estampe : στάμπα / γραβούρα
- découpe / flan estampé : πρόπλασμα μήτρας / αποτυπωμένο προσχέδιο
- découper / estamper : διατρυπώ
- estamper / forger en matrices : εκτύπωση
- estamper / découper à l'emporte-pièce : τρυπώ με στιγέα
- flan estampé / ébauche estampée : εκτυπωμένο πρόπλασμα
- papier gaufré / papier estampe : παπιέ-γκοφρέ / ανάγλυφο χαρτί
- article estampé : διατρηθέν είδος
- estamper le cuir : πρεσάρω το δέρμα / συμπιέζω το δέρμα
- presse à estamper : πρέσα αποτύπωσης / πιεστήριο αποτύπωσης
Subscribe
0 Comments