Εφαρμογή του

estimer στα ελληνικά
estimer
λέγεται
εστιμέ
.
estimer
σημαίνει στα ελληνικά
εκτιμώ / πιστεύω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- compter / estimer : ανάλυση έκτασης κειμένου
- estimée / durée moyenne avant défaillance : βεβαιούμενη μέση διάρκεια πριν από τη βλάβη
- estimé / estimation : τιμή / εκτίμηση
- estime / navigation estimée : αεροναυτιλία με αναμέτρηση
- HAE / HAP : εκτιμώμενη ώρα άφιξης / υπολογιζόμενη ώρα άφιξης
- VGE / valeur génétique estimée : εκτιμώμενη αναπαραγωγική αξία
- ETE / exposition théorique estimée : κατ'εκτίμηση θεωρητική έκθεση
- EJF / fréquence de jonction estimée : εκτιμώμενη συχνότητα συνδέσμου
- MEN / montant estimé nécessaire : ποσό που κρίνεται αναγκαίο
- point estimé / point estimé simple : εκτιμώμενο στίγμα / στίγμα απλού υπολογισμού
Subscribe
0 Comments