Εφαρμογή του

estival στα ελληνικά
estival
λέγεται
εστιβάλ
.
estival
σημαίνει στα ελληνικά
θερινός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- estivaux : φθινοπωρινός γόνος
- zone estivale : δακτύλιος του θέρους
- mousson d'été / mousson estivale : θερινός μουσσώνας
- gelure estivale : καλοκαιρινή παγοραγάς
- cholera morbus / cholera nostras : θερινή χολέρα / χολική χολέρα
- période estivale : θερινή περίοδος
- exploitation estivale : εκτέλεση δρομολογίων κατά τους θερινούς μήνες
- fièvre estival-automnale : θερινοφθινοπωρινός πυρετός
- encéphalite verno-estivale russe : ρωσική εαρινή-θερινή εγκεφαλίτιδα
- encéphalite russe verno-estivale : μορφή επιδημικής εγκεφαλίτιδος οφειλόμενη στον ιό Erro Sylvestris
Subscribe
0 Comments