Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

étagère στα ελληνικά
étagère
λέγεται
εταζέρ
.
étagère
σημαίνει στα ελληνικά
εταζέρα / ράφι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- étagères / rayonnage : ράφια
- étagère mobile / étagère transportable : κινητό ράφι / μεταφερόμενο ράφι
- papier d'étagères : χαρτί ραφιών
- étagère de séchage : πλατφόρμα ξήρανσης με ράφια
- séchoir à étagères : ξηραντήριο με ράφια
- rayon-bibliothèque / étagère-bibliothèque : βιβλιοθήκη με ράφια
- chariot à étagères : ανυψωτικό μηχάνημα με ράφια
- caisses en étagères : κλωβοί σε ράφια
- culture en étagères / culture en couches sur étagères : καλλιέργεια σε ράφια / καλλιέργεια σε κλίνες πάνω σε ράφια
- articles d'étagères : είδη για προθήκες
Subscribe
0 Comments


